Ο Θεόδωρος Ρουμπάνης αποτελεί μια εξέχουσα και πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα, ο οποίος με τις πολύπλευρες δράσεις του σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει το προνόμιο αρκετών πρωτείων.  Η πολύπλευρη ενασχόλησή του με πολλούς τομείς της Τέχνης, ενδεικτικά αναφέρουμε την μουσική, τον χορό και το σινεμά, τον έφεραν σε επαφή με προσωπικότητες παγκοσμίου βεληνεκούς και τεράστιου ειδικού βάρους, ικανές να προκαλέσουν δέος σε έναν κοινό θνητό, έχοντας ήδη να σηκώσει μια βαριά κληρονομιά από τον Νικόλαο Ρουμπάνη, αδελφό του παππού του, αρχιμουσικού του βασιλιά  Φαρούκ και συνθέτη της αθάνατης «Μισιρλού».

Γράφει ο Δημήτρης Βασιλειάδης

Αναλυτικότερα, η πολυκύμαντη ζωή του Θεόδωρου Ρουμπάνη, έτσι όπως αυτή έχει καταγραφεί στην βιογραφική μονογραφία του με τίτλο « V.I.R. Η ιστορία του Θεόδωρου Ρουμπάνης» από την Φρίντα Μπιούμπι, ρίχνει ένα άπλετο φως στον πολυκύμαντο βίο του, πιάνοντας το νήμα από τα παιδικά του χρόνια στην Λευκάδα και αμέσως μετά στην Ιτέα και κατόπιν έφηβος στην σχολή Εμποροπλοιάρχων. Από εκεί ξεκινάει ένα αέναο ταξίδι στον χώρο της μουσικής και την ηθοποιίας το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μέσα από αυτήν την διαδρομή, μπόρεσε να βάλει και τον δικό του λίθο στο οικοδόμημα της ελληνικής μουσικής.




Οι πρώτες του μουσικές γνώσεις πάνω σε δανεικές κιθάρες σε φιλικά και συγγενικά σπίτια , επιστεγάζονται με τις σπουδές του στην Ακαδημία Μουσικού θεάτρου υπό την διεύθυνση του διευθυντή Phillip Burton. Με αυτά τα εφόδια μπορεί να σταθεί άνετα στην μελλοντική κινηματογραφική του καριέρα ,ξεκινώντας με την εμφάνισή του στην ταινία «Ντάμα Σπαθί» και αμέσως μετά στον «Ναύτη του Γιβραλτάρ» όπου και θα γνωρίσει τον πρώτο του μεγάλο έρωτα, την διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό Ζαν Μορό. Εντός του 1966 ιδρύει την δική του κινηματογραφική εταιρεία υπό την επωνυμία «Ρουμπάνης & ΣΙΑ ΕΕ» και ταυτόχρονα συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια σε νεοκυματικό ύφος. Δύο από αυτά καταγράφονται σε ένα δισκάκι 45 στροφών στην εταιρεία Philips στις 23/03/1967, με την συνδρομή του Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και της Ann Lomberg στα γυναικεία φωνητικά. Είναι τα « Φύσα βοριά, φύσα νοτιά» και «Έλα- έλα» , σε στίχους του παιδικού του φίλου Πάνου Αποστολίδη και μουσική – ερμηνεία από τον Θεόδωρο Ρουμπάνη.

Ακολουθεί η γνωριμία του με την Λαίδη Σάρα Τσόρτσιλ και έχοντας ήδη ξεκινήσει την εταιρία παραγωγής του, θα γυρίσει ως παραγωγός και θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Βυζαντινή Ραψωδία» το 1967, η οποία παρά τις εδώ χλιαρές αντιδράσεις , θα λάβει από το American Critic’s Award το βραβείο μουσικής επένδυσης, το οποίο επίσης είχε γράψει . Με ενορχήστρωση του Πάνου Τριανταφυλλίδη και την εκτέλεση της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης , υπό την διεύθυνση του μαέστρου Lehman Engel το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Θα λάβει επίσης  και το βραβείο πρώτου ρόλου για  την πρωταγωνίστριά του Βένια Παλίρη.

To επόμενο μουσικό βήμα ήταν η κινηματογραφική παραγωγή και η  μουσική επένδυση της ταινίας  «Μέδουσα» του βρετανού Gordon Hessler το 1973. Για τις ανάγκες της ταινίας έγραψε εκτός από την μουσική υπόκρουση και μια σειρά τραγουδιών ερμηνευμένα από την Πόπη Αστεριάδη, πάνω σε στίχους του Δημήτρη Ιατρόπουλου, επισφραγίζοντας με αυτήν την συνεργασία μια φιλία που τους δένει μέχρι σήμερα. Η μουσική παραμένει έως και τις μέρες μας ακυκλοφόρητη.

Κατόπιν μετακινείται στην Αμερική, όπου από τα τέλη του ‘60 θα γνωριστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι, την Φλέρυ Νταντωνάκη, τον Τίτο Βανδή, την Μελίνα Μερκούρη, τον Ζυλ Ντασέν και την Δέσπω Διαμαντίδου. Με τον Μάνο Χατζιδάκι αποφασίζουν να φτιάξουν και μια δική τους δισκογραφική εταιρεία , κάτω από την οποία θα κυκλοφορούσαν έναν δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι και  έναν του Θεόδωρου Ρουμπάνη. Η εταιρεία ονομάστηκε Seashell και όντως ξεκίνησε η εγγραφή του δίσκου του Μάνου Χατζιδάκι, όπου εκτός από ανέκδοτα τραγούδια του, θα ερμήνευε από κοινού με την Φλέρυ Νταντωνάκη τον «Μεγάλο ερωτικό».  Ηχογραφήθηκε σε πομπίνα μια πρόβα όπου μεταξύ άλλων ακούγεται και το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» αλλά δυστυχώς δεν προχώρησε αυτή η κυκλοφορία.




Την ίδια εποχή, ο Μάνος Χατζιδάκις έχει γράψει σε δικό του λιμπρέτο και μουσική , την «Όπερα για πέντε» . Με την βοήθεια του Θεόδωρου Ρουμπάνη και μια πρώτη ηχογράφηση με δύο πιάνα,  υπογράφεται συμβόλαιο μεταξύ τους . Κατόπιν τούτου, επιτυγχάνει να κλείσει στον Μάνο ραντεβού με τον Howard Prince, κορυφαίο παραγωγό του Broadway. Στην συνάντηση που ακολούθησε, ο παραγωγός έδειξε στον Χατζιδάκι τον ενθουσιασμό του και την πρόθεση να ανεβάσει το έργο, με μοναδικό όρο να μειωθούν κάπως οι 50 πρωταγωνιστές. Φυσικά ο Μάνος δεν δέχτηκε, με αποτέλεσμα να μείνει και αυτό το έργο ακυκλοφόρητο.

Έχει μπει πια το 1976 όταν με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του, επιστρέφει στην Ελλάδα και κατόπιν παραγγελίας του δήμαρχου Ιθάκης Σπύρου Αρσένη, γράφει το μιούζικαλ « Ο άλλος Οδυσσέας», για να παρουσιαστεί στο φεστιβάλ του νησιού. Βασισμένο σε στίχους του επαναπατρισθέντος φίλου του Δημήτρη Ιατρόπουλου και ενορχήστρωση του Γιώργου Κοντογιώργου, το ηχογραφεί με την συμμετοχή του  Σπύρου Λιβιεράτου (κρουστά) , του Χρήστου Νικολόπουλου (μπουζούκι), του Θανάση Αραπίδη (πνευστά) και του Νίκου Λαβράνου (κύμβαλα). Συμμετέχει η Λίτσα Σακελλαρίου στην απόδοση των τραγουδιών και βραβεύεται στο φεστιβάλ , αν και παρουσιάστηκαν μόνο η μουσική και τα τραγούδια του έργου, χωρίς την θεατρική δράση λόγω έλλειψης μέσων και χρόνου. Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν και κυκλοφόρησαν σε δίσκο βινυλίου την ίδια χρονιά από τον Θοδωρή  Ρουμπάνη στην δισκογραφική του εταιρεία Roubanis Productions, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα επανεκδοθούν με διαφορετικό εξώφυλλο από την εταιρεία Seagull ( του Κώστα Γιαννίκου).

Αμέσως μετά και πάντα αεικίνητος, όντας για χρόνια ο εξ’απορρήτων του Αριστοτέλη Ωνάση, συνθέτει το musical “J” στο Los Angeles, από το οποίο ηχογραφήθηκαν  2 μουσικά μέρη , το «Τραγούδι του Ωνάση» σε στίχους Θοδωρή Ρουμπάνη  και το ορχηστρικό «Τραγούδι της J», ενώ πρέπει να αναφερθεί πως πάνω από 200 τραγούδια του σε στίχους Δημήτρη Ιατρόπουλου, παραμένουν ακόμα ακυκλοφόρητα. Μετέπειτα θα συνθέσει και μια σειρά τραγουδιών σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου, τα οποία  θα ενορχηστρωθούν το 1993 από τον Πάνο Τριανταφυλλίδη αλλά θα παραμείνουν και αυτά ανέκδοτα.


Μέσα από όλη αυτήν την πορεία , καταγράφεται η πορεία ενός ταλαντούχου και μοναδικού έλληνα ζεν πρεμιέ, ο οποίος με όπλο το καλό γούστο και τις σπουδές του, κατάφερε να διαπρέψει σε δύσκολους στίβους, την εποχή που η καριέρα στο εξωτερικό ήταν μια άγνωστη έννοια. Μέσα από αυτό το μακρύ ταξίδι , έχει αφήσει παρακαταθήκη στην ελληνική μουσική κληρονομιά ελάχιστα δισκογραφημένα έργα και άλλα τόσα τα οποία περιμένουν την σειρά τους για να δούνε το φως και να αναμετρηθούμε με την αιωνιότητα.