Αλήθεια, πόσες φορές έχουμε μιλήσει για τη σκηνή της Αγγλίας και την αλτερνατίβα κουλτούρα που κατακλύζει το εξώφυλλο ενός δίσκου, το ανύπαρκτο σόλο ενός τραγουδιού, τη χροιά μιας φωνής; Το κύμα που φτάνει στις ακτές των “δικών μας μουσικών”; Την απόρροια αυτού; Το αν πέτυχε ή δεν πέτυχε η βόλτα πάνω του;
Μήπως κι η πορεία της μουσικής, όπως και της ζωής, είναι κυκλική; Τραβάει απ’ το μαύρο στο άσπρο και τούμπαλιν, απ’ το τετράγωγο στον κύκλο και την τετραγώνιση του τελευταίου; Υποψιάζομαι πως στα άδυτα των Sister Double Happiness, στους ερέβους των Afghan Wigs, στα ηφαίστεια των Fool In The Box και στo χαός των Nirvana επικρατεί πλήρης σύγχυση, αφού το “ρωμαϊκό” τσίρκο, μαύρο στο χρώμα, προσπαθεί να χωρέσει το λιοντάρι με την τίγρη στο ίδιο κλουβί.
Αυτό κάνουν οι Black Circus στο debut album τους, “Joy”. Ωριμάζουν, σαν το κρασί, μέσα απ’ τις μνήμες του alternative rock, ως γενίκευση της κατάστασή τους. Και εξάπτουν με τις stoner κιθαρικές τους εξισώσεις τη διάθεση για κουτσομπολιό.
Οι κουβέντες πάντως έχουν κεντρική ιδέα και αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα στα 12 tracks του δίσκου, που ξεκινούν την παγίδευσή τους στο μπουντρούμι της ψυχής, και καταλήγουν αγκαλιά με το πρωινό αστέρι που φωτίζει τη φυλακή της. Η έλλειψη προσέγγισης του στυλ ψάχνει τρύπα να δραπετεύσει απ’ τα κλισέ. Ενώ το φουαγιέ της παραγωγής διόλου δεν αφιδατώνεται, αλλά ξύνει το μπάσο σαν τον Michael “Flea” Balzary, δυναμώνει τη φωνή σαν κάποιον που δεν μπορούμε ακόμα να θυμηθούμε και σκάβει την κιθάρα σαν τους Headquake.
Η παραίσθηση λαμβάνει τα σκύπτρα και διαμηνύει ότι τελικά η ταμπέλα δεν κάνει το γκρουπ. Σωστά. Με τη μόνη διαφορά ότι η μικρή ασυμφωνία χαρακτήρων που στέλνει τους Black Circus απ’ τα ουράνια του grunge- stoner – indie στα τάρταρα του αμερικανο-ποπ, αλλοιώνει το touch της ευρυματικότητας, και ρίχνει τα “Ark”, “Wiser” στην μονοτονία της εποχής. Τούτη η μετάβαση ξενίζει τη ροή, με την ασσυμετρία και την έλλειψη έντασης, αν και τα tempos των “Trapped in you”, “Bound”, “Lay Low” αναταράσσουν το τοπίο.
Οι B.C. δείχνουν παρ’ όλα αυτά ότι στο κόσμο τούτο “All that matters” είναι ψέγματα που κανονίζουν το σύμπαν και την κίνησή του γύρω από ήλιους, σελήνες, εαυτούς. Επομένως, αν η αργοπορία του “Shoot it” δίνει μία και μόνο οπή διαφυγής, τότε σίγουρα δε θα πυροβολήσουμε κάποιον, τουναντίον, θα ανασκάψουμε στα έγκατά μας να βρούμε τί φταίει και απομείναμε να κοιτάμε το Χιούστον, ψάχνοντας τον ψίθυρο, τον εραστή πίσω απ’ το τραγούδι. Είναι αυτή η στιγμή που τα σόλα δεν μαγνητίζονται απ’ τα σόλα κι η φωνή βροντά μέσα στα όρια του εναλλακτικού τρόπου έκφρασης.
Κι ενώ τα βήματα πηγαινοέρχονται πάνω στις κλίμακες, το μάτι στέκεται πιο κάτω στη λίστα. Συνειδητοποιεί πως λατρεύει τους Beatles και πως το διακατέχει η ετοιμότητα της ακρόασης.
“Eleanor Rigby died in the church and was buried along with her name, nobody came”. Η διάσταση που παίρνει, ίσως τελικά, να την ξυπνάει απ’τον τάφο, αφού δεν ακούει πια την ψυχεδέλεια της εισαγωγής της και το σώμα της έχει γίνει βορά σ’ ένα bit που αποδυναμώνει το ταξίδι της. Αν και οι Beatles φτάνουν στο παρόν, δεν ξέρω κατά πόσο ανοίγουν τα χέρια τους στη δεκαετία μας. Ίσως αν το ίδιο αυτό bit έπαιρνε τη βόλτα του κι έμενε μόνη η δομή της ματιάς των B.C. παρέα με την Eleanor Rigby, θα πίνανε στο τέλος ένα καφεδάκι.
Αξίζει, παρ’ αυτά, να πούμε ότι οι Black Circus στην πρώτη τους ολοκληρωμένη κυκλοφορία δαμάζουν τα θηρία και μας δείχνουν με το έργο τους ότι διαθέτουν τα προσόντα και την όρεξη. Η μελαγχολία τους διαχέει τα υγρά της καθ’ όλη τη διάρκεια του album, και ορμά στην εξόρυξη συναισθημάτων μιας ερωτικής συνεύρευσης. Από ‘κει και πέρα είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε τον τόπο και τον χρόνο!
Επίσημη Σελίδα
http://www.myspace.com/blackcircusband