Οι Μέρες γράφουν τη δική τους μουσική

Πόσο απέχει ο Πειραιάς από το Κέντρο της Αθήνας; Για τον Πειραιά ήταν το προγραμματισμένο ραντεβού, γύρω στις 18:00, με τις Μέρες, ένα νέο συγκρότημα της Αθήνας.  Θα τα λέγαμε στο studio που έχουν κάπου πίσω από το σταθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Συνάντησα λοιπόν τον Μάκη γύρω στις 17:30 στο Μοναστηράκι και επιβιβαστήκαμε για Πειραιά.

Αφού προμηθευτήκαμε καφεδάκι και το απαραίτητο μικρογεύμα, μιας και ήμασταν θεονήστικοι, φτάσαμε στην πολυκατοικία έκπληξη, με τα πολλά μικρά studios, καλέσαμε το ασανσέρ και εντέλει φτάσαμε στο δωμάτιο με την άσπρη πόρτα. Ο Γρηγόρης, αν θυμάμαι καλά, περίμενε ήδη μέσα. Οι υπόλοιποι καθυστερημένοι, αλλά έτσι είχαμε χρόνο για να φάμε το λουκούλλειο γεύμα μας, πίτσα κι ένα σάντουιτς με φρέσκιες ντομάτες! Να σου και ο Μάνος, και τελευταίος ο Παναγιώτης. Η παρέα συμπληρώθηκε. Οι Μέρες στο studio, που περνάνε τις ώρες τους, φτιάχνοντας μουσικές, τραγουδώντας λαϊκά τραγούδια, (έτσι Μάκη;) καθισμένοι γύρω από ένα τύμπανο, έτοιμοι να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου.

Πάτησα το rec και ξεκινήσαμε. Η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί απαιτούσε το καλαμπούρι, τα πειράγματα ανάμεσα σε μένα και τον Παναγιώτη για τους Last Drive, σε μόνιμη κόντρα να βρισκόμαστε, ένα γάμο για τον οποίο έπρεπε να φύγει πριν το τέλος της συνέντευξης ο τελευταίος, και πολύ παρλάρισμα. Δείτε λοιπόν τί είπαμε εκείνο το βράδυ!

Το album “Παντοτινή Χαραγματιά” είναι η πρώτη σας ολοκληρωμένη δουλειά ως  full-length μπάντα. Έχοντας περάσει  περίπου ένας  χρόνος από την κυκλοφορία του θεωρείται πως όντως αποτελεί  “Παντοτινή Χαραγματιά” για εσάς και αν ναι, γιατί;

Μάνος: Κοίταξε, αυτός ο δίσκος, όπως έχει πει κι ο Μάκης, είναι πολύ αυτοβιογραφικός. Δηλαδή κρύβει πολλά πράγματα, προσωπικά,  τόσο  του Μάκη,  όσο και δικά μου. Αλλά από ‘κει και πέρα σαν  τίτλος είναι  σημαδιακός  όσον  αφορά στο ότι  είναι ο πρώτος και σαν 1ος δίσκος, όπως η μάνα αγαπάει το πρώτο της παιδί και του έχει μια αδυναμία έτσι κι εμείς παρ’ όλες τις ατέλειές του και αυτά που ανακαλύπτουμε όσο περνάει ο χρόνος, διάφορες μαλακίες που κάναμε, τον θεωρούμε φοβερό. Αυτός ήταν για να γίνει,  έπρεπε  να  τελειώσει για να πάμε στο επόμενο βήμα.

Μάκης: Χαραγματιά είναι αυτό το κάτι που σε χαράζει, κάτι που σε σημαδεύει. Εμένα μ’ έχει σημαδέψει γιατί ήθελα να το κάνω πάρα πολύ και απ’ τη στιγμή που συνέβη είναι μια χαραγματιά, είναι επάνω μου πλέον σαν σημάδι.  Με την έννοια ότι κάθε εμπειρία σου κάνει μια μικρή ρυτίδα, κι αυτό είναι μια εμπειρία που είναι επάνω μου.

Παναγιώτης: Εγώ ας πούμε, παρ’ όλα τα εκατομμύρια που πήρα για να παίξω σ’αυτόν το δίσκο, εντάξει τ’ αγάπησα τα παιδιά απ’ την πρώτη στιγμή που τα είδα, έφτιαξα κι ένα σπίτι, πήρα κι ένα αμάξι, αλλά πιο πολύ αγάπησα εμένα πάλι όταν άκουσα αυτό το δίσκο. (γέλια)
Κοίτα αυτός ο δίσκος για τις Μέρες ήταν ένα πρώτο βήμα που έπρεπε να γίνει. Θεωρώ ότι καταρχήν ήταν λίγο γρήγορο απ’ όλες τις απόψεις που αφορούν στο πώς έγινε. Δηλαδή βρεθήκαμε γρήγορα, γράψαμε γρήγορα, δεν ήμασταν έτοιμοι για να γράψουμε ακόμα. Αυτή είναι η δική μου οπτική. Δηλαδή χρειάζονταν τα κομμάτια περισσότερη δουλειά, χρειαζόμασταν εμείς περισσότερο χρόνο μαζί, παιξίματα, lives, κλπ. κλπ. κλπ. Δεν δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν όλα αυτά. Ο Μάνος τον Οκτώβρη του 2005 βρήκε εμένα, τρεις μήνες μετά το Γρηγόρη. Ουσιαστικά δεν μας πήρε ούτε έναν χρόνο που γνωριστήκαμε, μπήκαμε και γράψαμε, οπότε η μπάντα αυτή ήταν σαν project μπάντα. Ήμουν κι εγώ σε μια περίοδο πολύ περίεργη, δηλαδή ήταν χαραγματιά παντοτινή κι αυτή η περίοδος για μένα.

Μάκης: Γενικά για προσωπικούς λόγους ήταν χαραγματιά για όλους. Εγώ πάντως πιστεύω, πέρα από αυτό που λέει ο Παναγιώτης, ότι έχει πάρα πολύ συναίσθημα αυτός ο δίσκος. Δηλαδή αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι το συναίσθημα. Όταν θα τον ακούω μετά από 10 χρόνια θα λέω ότι δώσαμε πραγματικά αυτό που λένε την ψυχή μας, με τις ατέλειές του εντάξει, αλλά είχε πολύ ψυχή.

Γιατί αποφασίασατε να το κάνετε τόσο γρήγορα, ενώ θα μπορούσατε να περιμένατε, να δέσετε πιο πολύ, να κάνετε πιο πολλά lives;

Μάκης: Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε γιατί ήταν 15 χρόνια τραγούδια τα περισσότερα. Περιμέναμε πάρα πολύ, εμείς οι 2 πιο πολύ, εγώ και ο Μάνος.

Μάνος: Δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν ότι από το Γενάρη που ήρθε ο Γρηγόρης μέχρι τον Μάιο που γράψαμε, ξεκινώντας  29 Μαΐου με την Άλωση της Πόλης, εγώ και ο Γρηγόρης βρισκόμασταν μία φορά την εβδομάδα τουλάχιστον, μπορεί και δύο, στο studio και κάναμε πρόβες οι δυο μας, μπάσο και τύμπανα. Κάποια στιγμή λοιπόν είπε ο Παναγιώτης «δε γίνεται άλλο να παίζουμε τα ίδια», είχε σιχαθεί  πια να κάνουμε πρόβες τα ίδια και τα ίδια, ουσιαστικά παίζοντάς τα σχεδόν τέλεια, και είπαμε ότι έπρεπε να τα γράψουμε. Κι έτσι κι έγινε. Εκ των υστέρων,  παίζοντας σε lives, αλλά και στις πρόβες που τα είχαμε γραμμένα πλέον και ξέραμε πως είναι το κάθε τραγούδι, δε φοβόμασταν να παίξουμε και λίγο διαφορετικά να πειραματιστούμε λίγο παραπάνω. Εκεί ήταν το θέμα του χρόνου, δηλαδή, μπορεί να καθόμασταν ακόμα 3-4 μήνες να απελευθερωνόμασταν και να τα παίζαμε και λίγο διαφορετικά όπως τα παίζουμε στα lives.

Ακούγοντάς τον και ο ήχος και ο στίχος, γενικά όλο το πνεύμα του δίσκου αυτού θυμίζει πάρα πολύ το κλασικό ροκ του ’80, του ’90 και πίσω. Ακόμα και το artwork έχει τέτοια  στοιχεία. Αυτό έχει να κάνει με το ότι Μάκη και Μάνο μεγαλώσατε μέσα σ’ αυτές τις γενιές, υπήρχαν πράγματα τα οποία είχατε γράψει, αισθάνεστε ότι ζείτε μία αναβίωση της τότε εποχής ή ήταν τυχαίο;

Μάνος:  Βγήκε και εντελώς τυχαία και επειδή είχαμε περάσει πολλά χρόνια με αυτά τα τραγούδια. Όσον αφορά στο εξώφυλλο ψάχναμε να βρούμε κάτι που να έχει σχέση με το χρόνο και σκεφτήκαμε να φτιάξουμε κάτι με ημερολόγια γι’αυτό και μέσα το εσώφυλλο έχει όλο ημερολόγια, ρολόγια κ.λ.π..

Μάκης: Όσον αφορά στην αισθητική, ναι εγώ αυτής της γενιάς είμαι. Πιθανότατα υποσυνείδητα να ήταν κάτι που μου ταίριαζε πιο πολύ.

Παναγιώτης: Όσον αφορά στο μουσικό κομμάτι, εγώ έχω μεγαλώσει κι έχω παίξει πράγματα πάντα παλιά κιθαριστικά. Σίγουρα αυτό περνάει στο παίξιμό σου και στην έκφρασή σου. Θεωρώ όμως ότι δεν είναι ως ήχος, ήχος του ’70 αυτός. Ο ήχος είναι περισσότερο ‘80ς. Υπάρχουν μέσα σημεία με εφέ, είναι βαριές οι κιθάρες και τα τύμπανα μοντέρνα γραμμένα. Δεν είναι ‘70ς, εντάξει οι αρμονίες μπορεί να είναι ‘70ς, γιατί κι εκείνη την εποχή ήταν πιο απλές, και τα παιξίματα, γιατί και τότε στα πρώτα βήματα του ροκ αυτό που κυριαρχούσε ήταν τρίφωνα ακόρντα και δεν υπήρχε πικοιλία στην αρμονία των κομματιών. Ως προς αυτήν την έννοια είναι ‘70ς, αλλά γενικά δεν νομίζω ότι είναι ‘70ς, ούτε νομίζω ότι είναι Ελληνικό ροκ με την έννοια που το συνανταμε δηλαδή Ξύλινα Σπαθιά ή Τρύπες. Καλά τώρα έπιασα κι εγώ δυο μπάντες που δεν είναι Ελληνικό ροκ από μόνες τους. Ο δίσκος αυτός είναι κάτι διαφορετικό,  νομίζω ότι είναι άδικο να τον βάζουμε σε κάποια πλαίσια.

Παρ’ όλα αυτά έχει πολλές ομοιότητες με τέτοιου είδους συγκροτήματα.

Μάκης: Έχει έντονο ελληνικό στοιχείο, που θα μπορούσες να πεις ότι είναι έντεχνο, ελαφρύ τραγούδι, που ξέρει η Ελλάδα σαν Ελλάδα. Ουσιαστικά εγώ πιστεύω ότι για τις Μέρες,  ένα βασικό πρόβλημα, σε εισαγωγικά,  που έχουν,  είναι  ότι  δε  θυμίζουν κάτι σ’ Ελληνικά πλαίσια. Δηλαδή δεν ξέρω άλλες μπάντες Ελληνικές που ν’ ακούγονται σαν τις Μέρες ή εμείς να ακουγόμαστε όπως κάποιοι άλλοι.

Εννοείς όσον αφορά στον ήχο;

Μάκης: Εννοώ στο στυλ των τραγουδιών, στο ύφος, στη δυνατότητα να ενορχηστρώσεις με κάποιο τρόπο. Ακόμα και στον στίχο. Ο στίχος ας πούμε είναι και απλός – περιγραφικός είναι και λυρικός. Δεν κολλάμε στο να έχουμε ένα στίγμα απαραίτητα. Δηλαδή μέσα στο δίσκο υπάρχει πάντα η έκπληξη. Είναι ένας δίσκος που όπως μας έχουν πει πολλοί, τους αρέσει πιο πολύ όσο  περισότερο τον ακούνε.

Μάνος: Έχει πάρα πολλά στοιχεία από Ελληνική μουσική, από Ελληνική παράδοση. Για παράδειγμα, η ακολουθία των ακόρντων σε πολλά κομμάτια θυμίζει παραδοσιακό τραγούδι, ή  θυμίζει έντεχνο τραγούδι, γιατί, κακά τα ψέμματα, μ’ αυτά μεγαλώσαμε εκτός από τα ξένα.

Παναγιώτης: Ο Σιδηρόπουλος είχε πει κάτι πολύ καλό. Ότι πρέπει να σταματήσει αυτός ο ανταγωνισμός και να μπορέσουμε σαν Έλληνες, σαν κοινό που έχουμε ακούσματα, βιώματα κλπ να τα συνδυάσουμε κι  αυτά τα  δύο να πάνε  μπροστά μαζί. Εντάξει δε σου λέω ότι έχουμε βάλει τόσο έντονο το στοιχείο του μπουζουκιού, έχουμε βάλει περισσότερο της ηλεκτρικής κιθάρας. Και αυτό το “κατηγορώ” πάνω σ’αυτό το πράγμα που κάνουν όλοι οι ροκάδες οι Έλληνες είναι ό,τι χειρότερο για την σκηνή της Ελλάδας.

Μάκης: Να σου πω και κάτι άλλο πάνω σ’αυτό περί λαϊκού τραγουδιού. Δεν είναι μόνο το θέμα της χρήσης του μπουζουκιού ή της ηλεκτρικής. Ας το πάρουμε ως ζήτημα στιχουργικών θεμάτων. Πλέον, λαϊκό τραγούδι με την έννοια «εκφράζω τον λαό και τον καθημερινό άνθρωπο» δεν υπάρχει, είναι τελειωμένη ιστορία. Υπάρχει καψουροτράγουδο, το οποίο είναι λαϊκο-πόπ, λαϊκο-έτσι, λαϊκο-αλλιώς. Ουσιαστικά αν κάτι θα έπρεπε να κάνει το Ελληνικό ροκ σήμερα θα ήταν να αναπληρώσει αυτό το κενό.

Πιστεύεις ότι οι στίχοι που έχετε θα μπορούσαν να συμβαδίσουν με μια τέτοιου είδους μουσική, λαϊκή ή έντεχνη;

Μάκης: Λοιπόν με την μουσική κάποια ναι,  κάποια άλλα όχι. Αλλά αυτό που πιστεύω και δεν ξέρω πώς θα ακουστεί είναι ότι αυτά τα τραγούδια είναι λαϊκά. Δηλαδή στιχουργικά και σαν θέματα είναι πολύ πιο λαϊκά από άλλα λαϊκά. Μπορούν να εκφράσουν πραγματικά τον καθημερινό άνθρωπο. Αυτά τα τραγούδια του συγκεκριμένου δίσκου, του 1ου. Η ουσία είναι ότι δίνουμε τραγούδια στον κόσμο  να τα καταλάβει, να τα κάνει δικά του. Δε θέλουμε να τον μπερδέψουμε για να τον πείσουμε.

Μάνος: Ό,τι λένε τα τραγούδια έχουν γίνει. Ειδικά στον πρώτο δίσκο που είναι κατά πολύ βιωματικός. Στο 2ο υπάρχουν και κάποια πράγματα που έχουν γίνει, αλλά θα θέλαμε να γίνουν κάπως αλλιώς ή ο στίχος είναι λίγο πιο καυστικός ή λίγο πιο περιγραφικός ή λίγο πιο κοινωνικός.

Προς έκπληξη όμως είδα και άκουσα “Τρεις Ιππείς”, το ποίημα του Nicolaus Lenau, να παρελαύνουν στο track list του 1ου δίσκου με την μετάφραση του Καρυωτάκη και την μελοποίηση του Μάκη. Πώς το επιλέξατε, υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;

Μάνος: Ήταν μια καταπληκτική μελοποίηση του Μάκη, τόσο minimal όσο δεν έπαιρνε που τελικά βγήκε 7 λεπτά τραγούδι  γιατί,  όσο πιο πολύ το παίζαμε,  τόσο πιο πολύ πορωνόμασταν. Πέρα δηλαδή του ότι και σαν ποίημα είναι πολύ όμορφο, σου δείχνει την ματαιότητα της ζωής, και του ότι ο Καρυωτάκης έχει κάνει μία φοβερή μετάφραση, ο Μάκης φοβερή μελοποίηση και ο Παναγιώτης έχει βάλει φοβερή κιθάρα. Να πω επίσης ότι σ’ αυτό το τραγούδι κεντάει ο Γρηγόρης, σ’ ένα προζάρικο σημείο που ακούγεται επιτέλους και η φωνή του, πέρα από το τελείωμα του  «Ίσως αν μ’ αγαπούσες»!

Μάκης: Εγώ, διαβάζοντας αυτό το ποίημα,  έγινε αμέσως το αγαπημένο μου, αυτό που με εκφράζει στη ζωή περισσότερο απ’ όλα. Πιστεύω ότι τα περισσότερα πράγματα είναι μάταια. Αυτά που ζούμε τελικά δεν είναι και τόσο σημαντικά, ούτε το να κυνηγάς τα λεφτά, ούτε τη δόξα. Το να εκφράζεις ας πούμε τον εαυτό σου είναι σημαντικό γιατί είναι οξυγόνο.

Βέβαια ζεις κι άλλα πράγματα μαζί μ’αυτά, τον έρωτα, το όνειρο, τον καφέ μ’ ένα φίλο.

Μάκης: Σίγουρα ναι, αλλά την ώρα του θανάτου όλοι είναι μόνοι τους. Το ποίημα γι’αυτό μιλάει, δε μιλάει για κάτι άλλο. Δηλαδή και στο ποίημα αυτή είναι η αντίθεση η φοβερή. Είναι αυτοί οι 3 ιππείς, οι 3 χαρακτήρες που ο καθένας έχει τα δικά του, τα 3 «φοβερά προσωπικά δράματα» και 2 ωραιότατα κοράκια θα χορτάσουν την κοιλίτσα τους εκείνη την ημέρα. Οπότε να κι ο έρωτας, να κι η θρησκεία, να και τα δάση και τα χωράφια και τα πλούτη, θα γίνουν όλα ένα ωραιότατο γεύμα για τα κοράκια.

Περνώντας στο 2ο δίσκο που ετοιμάζετε διάβασα στην σελίδα σας στο internet, meres.gr, προσωρινός τίτλος «Χάδια και Χαστούκια». Σαν φιλοσοφία μοιάζει μ’ αυτόν του 1ου. Είναι κάτι σαν sequel;

Μάνος: Όχι απλά αυτός ήταν ένας τυχαίος τίτλος που έλεγε ο Μάκης, αλλά μετά θυμηθήκαμε ότι έτσι ονόμασε έναν δίσκο του ο Βαγγέλης Γερμανός το ’80.

Μάκης: Όμως θα υπάρχουν χάδια και χαστούκια σ’αυτόν το δίσκο. Μουσικά δηλαδή θα υπάρχουν πολύ δυνατά κομμάτια, κοινωνικά, δηκτικά, πολιτικά, αλλά από την άλλη θα συνεχίζουν να υπάρχουν και κάποια πιο ερωτικά, αισθηματικά.

Πώς θα λέγεται ο δίσκος;

Μάκης: Δεν έχουμε αποφασίσει.

Άκουσα ένα πολύ μεγάλο δέιγμα από την καινούργια αυτή δουλειά που ακόμα ετοιμάζεται. Αμέσως φαίνεται μία μεγάλη αλλαγή, προσθήκη πλήκτρων, κιθάρες με έξυπνα riffakia, γενικά ξεφεύγετε από το κλασικό. (μικρή διακοπή)

Μάκης: Παρεπιπτόντως, ο Παναγιώτης ο Αυγερινός έχει και δύο δικά του κομμάτια μέσα στο δίσκο, ένα από αυτά είναι το «Ήρωες».

Παναγιώτης: Ήταν ένα κομμάτι το οποίο βγήκε τελείως τυχαία, σε πάρα πολύ λίγο χρόνο, οι στίχοι γράφτηκαν όταν έβλεπα Fame Story. Είδα όλη αυτήν την κατάντια και έγραψα αυτό το τραγούδι.

Έχετε γενικώς την ανάγκη να πειραματιστείτε πιο πολύ στην καινούργια δουλειά, μουσικά και στιχουργικά;

Μάνος: Βασικά βγαίνει μέσα από τις πρόβες. Μετά τον 1ο δίσκο κάναμε πρόβες και lives. Δηλαδή μετά από δυο μήνες περίπου μπήκαμε στο studio και ξεκινήσαμε για το 2ο, κατευθείαν. Δεν κάτσαμε να σκεφτούμε, να προμοτάρουμε τον 1ο δίσκο. Δε μας ενδιέφερε. Εμείς θέλουμε να βγάζουμε τραγούδια και να παίζουμε όσο μπορούμε. Ουσιαστικά για το 2ο δίσκο το έναυσμα το δυνατό για να ξεκινήσει, για να πάρει φωτιά το μπαρούτι,  ήταν  ένα γεγονός που  συνέβη το καλοκαίρι  κι εμένα προσωπικά  πέραν του ότι με στενοχώρησε, μου έδωσε και τη δυνατότητα να γράψω κάποια πράγματα. Το ίδιο συνέβη και στον Παναγιώτη. Όλους μας ταρακούνησε. Ήταν καταλυτικό. (προσωπικό γεγονός που δεν χρειάζεται να αναφερθεί)

Παναγιώτης: Έχει γράψει και ο Μάνος ένα καταπληκτικό κομμάτι, το «John Morgan».

Μάνος: Οι στίχοι αναφέρονται σ’ένα συγκεκριμένο γεγονός. Αυτό το κομμάτι, αυτός ο άνθρωπος, ο John Morgan,  αποδεσμεύεται απ’ όλα στη  ζωή του και φεύγει.

Πώς θα χαρακτηρίζατε το 2ο δίσκο;

Παναγιώτης: Είναι μία πάρα πολύ καλή ροκ δουλειά. Ροκ. Δηλαδή είναι ένας καλός δίσκος, ολόκληρος. Ο προηγούμενος δεν ήταν ακριβώς ροκ δίσκος, αυτός είναι.

Μάνος: Και στα παιξίματά του και στους στίχους του είναι ξεκάθαρα τα πράγματα.

Μάκης: Έχει κι ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτή η 2η δουλειά. Είναι ως επί το πλείστον το σήμερα από τις Μέρες, γιατί η πρώτη δουλειά ήταν το παρελθόν, το προσωπικό μας παρελθόν, εμένα και του Μάνου.

Πότε θα περιμένουμε τον δίσκο;

Μάνος: Αρχή του νέου έτους, γύρω στο Φλεβάρη.

Πόσα τραγούδια θα περιέχει;

Μάνος: Δώδεκα σίγουρα, μπορεί 13.

Τί είναι αυτό που σας αρέσει πιο πολύ, σας διασκεδάζει πιο πολύ στα lives;

Γρηγόρης: Ο κόσμος που λόγω ημερών που μας βάζουν και παίζουμε δεν έρχεται. (γέλια)

Μάνος: Αυτό που μου αρέσει στα lives είναι το ότι είμαστε και οι 4 πάνω στην σκηνή.

Μάκης: Αυτό που μου αρέσει πιο πολύ στα lives είναι όταν είμαστε οι 4 πάνω στην σκηνή και είμαστε καλά.

Θα σας δούμε κάπου σύντομα;

Μάκης: Ναι, 28 Δεκεμβρίου, Κυριακή βράδυ, στο Ghost House.

Μάνος: 21:00-21:30, αφού έχουν φάει ότι έχουν φάει όλοι 25-26 Δεκέμβρη, ας έρθουν στο Ghost να πιουν ένα χωνευτικό ποτό και δύο και τρία. (γέλια) Θα παίξουμε και πολλά κομμάτια από το 2ο δίσκο και θα παίξουμε και κάποιες διασκευές.

Τελικά πιστεύετε πως είναι “blues η ζωή”;

Μάνος: Θα σου πει ο Μάκης που έχει γράψει αυτό το τραγούδι. Εγώ θεωρώ ότι είναι. Εγώ κι ο Μάκης έχουμε ζήσει καταστάσεις Αθήνα – Πειραιά πολύ πιο έντονες τα προηγούμενα χρόνια, με την μεταπολίτευση, τα Εξάρχεια και τις πολιτικές καταστάσεις. Οπότε καταλήγουμε τώρα να σκεφτόμαστε με μια νοσταλγία τα προηγούμενα, γιατί σήμερα πλέον η ζωή έχει γίνει πολύ απάνθρωπη.

Γρηγόρης: Όχι μπλουζ δεν είναι μ’ αυτήν την έννοια. Γιατί τότε έλεγαν μπλουζ την μελαγχολία, την μαυρίλα. Εγώ δεν πιστεύω ότι είναι αυτό η ζωή. Μπορεί να τραβιέσαι, να ξεσκίζεσαι, αλλά εντάξει ωραία είναι η ζωή, αναλόγως πώς την βλέπεις.

Μάκης: Εγώ πιστεύω ότι είναι μπλουζ η ζωή, γιατί η ζωή είναι πόνος, είναι αρρώστιες, είναι πολλές δύσκολες στιγμές. Η χαρά είναι διαλείμματα, ο πόνος είναι συνεχόμενος. Δεν το βλέπω ούτε αισιόδοξα, ούτε απαισιόδοξα, το βλέπω ρεαλιστικά. Αν  δεν  θες να πεις  ότι  είναι μπλουζ η ζωή, πες ότι η ζωή είναι ενδιαφέρουσα.