(αφήγηση Γεώργιου Γεωργιάδη)

Οι Στυλίστες είναι ένα σύνολο που είχε την ικανότητα να ξεπεράσει γρήγορα τα στενά ελληνικά σύνορα και να δρέψει δάφνες αναγνώρισης από απαιτητικά ακροατήρια στο εξωτερικό και ουσιαστικά αποτελούν τους πρώτους πρέσβεις της ελληνικής ρυθμικής μουσικής στην εσπερία. Τα μέλη του συγκροτήματος ήταν κορυφαίοι στα όργανα που έπαιζαν ενώ για τις ανάγκες της αγοράς του εξωτερικού προσαρμόστηκαν κατάλληλα, προσθέτοντας και νέα όργανα ώστε σταδιακά από ένα απλό γκρουπ να μεταμορφωθούν σε μια πλήρη ορχήστρα, ικανή και για τις πιο υψηλές απαιτήσεις.

Για να φτάσουμε σε αυτό το ρυθμικό σύνολο όμως, πρέπει να ξεκινήσουμε από την πορεία των μελών, αρχίζοντας με τον ρυθμικό κιθαρίστα Γεώργιο Γεωργιάδη, του οποίου η πρώτη επαφή με τον κόσμο της μουσικής έγινε σε ηλικία 10 χρονών, έχοντας ως πρώτο δάσκαλο έναν θείο του που ήταν κουρέας και του έδειξε τα πρώτα ακκόρντα της κιθάρας. Με όπλο αυτά τα μαθήματα, μαθαίνει τα βασικά ώστε στα 15 του να μπορεί να διδάσκει σε 10 παιδιά για να βοηθάει στον βιοπορισμό της οικογένειάς του ενώ λόγω της γειτνίασης με το Τριό Κιτάρα στην περιοχή του Κολωνού, έλαβε πολλά ερεθίσματα για την μουσική του εξέλιξη και παράλληλα δίνει εξετάσεις στην σχολή καλών τεχνών με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη. Οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις τον οδηγούν στην δημιουργία του πρώτου σχήματός του ,το Τρίο Music, αποτελούμενο από τον Ανδρέα Ροδουσάκη (κοντραμπάσο), Γεώργιο Γεωργιάδη (σόλο κιθάρα ) και Πυργάδη Δημήτρη (ρυθμική κιθάρα). Όταν του έγινε πρόταση να αντικαταστήσει για έναν μήνα τον άρρωστο κιθαρίστα στο κρουαζιερόπλοιο «Ερμής» που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Βενετία – Ρόδος – Κωνσταντινούπολη, δέχτηκε με χαρά ,γνωρίζοντας έτσι τον Ζοζέφ Κορίνθιο και την ορχήστρα του και εντάχθηκε σε αυτήν για διάστημα 4 χρόνων. Με όπλο του αυτήν την εμπειρία ,όταν ξεμπάρκαρε, βρήκε δουλειά στο Cabaret Mocabo στην Πανεπιστημίου , συνοδεύοντας ενίοτε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής , όπως την Edith Piaf, τον Charles Aznavour αλλά και την Μαίρη Λω. Εκεί θα γνωρίσει τον μαέστρο Στεφανάκη , ο οποίος με την λήξη της σεζόν του 1960, του έκανε πρόταση να τον ακολουθήσει στην Κύπρο για 3 μήνες  αλλά λόγω της απροσδόκητης επιτυχίας στο τέλος έμειναν 6 μήνες. Στο ίδιο συγκρότημα ντραμς έπαιζε ο Σπύρος Κασφίκης με τον οποίο θα βρεθούν μετά στους Στυλίστες ενώ με την λήξη της σεζόν ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα με επιστροφή στο Mocabo και κατόπιν ξανά στην Λεμεσό της Κύπρου ενώ το 1962 θα ακολουθήσει τον μαέστρο στην Λιβύη για 6 μήνες.

             Με την επιστροφή του στην Αθήνα ο Σπύρος Κασφίκης είχε μαζέψει τους Στυλίστες, με τον Ιωάννη Ιμβριώτη στα φωνητικά, τον Γιώργο Μηλιαρά στο όργανο και στο πιάνο, τον Στέλιο Λαζάρου στην κιθάρα, την τρομπέτα και το μπουζούκι και με την προσθήκη του Γιώργου Γεωργιάδη το 1963 στην Ρόδο το σχήμα παίρνει την τελική του μορφή, στην οποία λόγω της έλλειψης μπασίστα, θα αναλάβει αυτήν την θέση, ενώ βρισκότανε ήδη στο ξενοδοχείο Miramare. Στην κοσμοπολίτικη Ρόδο θα τους ακούσει στο κέντρο “Rhod’s by Night” ο Δανός ιμπρεσάριος Andersen o οποίος θα εντυπωσιαστεί από τον επαγγελματισμό τους και θα τους προτείνει άμεσα συνεργασία που θα καταλήξει σε μια σειρά εμφανίσεων στο “Park Hotel” της Γερμανίας όπου και για τρεις ημέρες θα έχουν την τιμή να συμπράξουν στο πρόγραμμα του κέντρου με τον πιανίστα – θρύλο Ray Charles ενώ θα κάνουν και αρκετές εμφανίσεις στην Γερμανική τηλεόραση.

Με την λήξη του συμβολαίου αναχωρούν αμέσως για το “Arkaden Hotel” στην πόλη Malmo της Σουηδίας όπου και θα έχουν την χαρά να διδάξουν ελληνική μουσική στο Πανεπιστήμιο της πόλης και επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πιάνουν πάλι το πόστο τους στο ίδιο κέντρο της Ρόδου και με το τέλος του καλοκαιριού θα συνεχίσουν στο “On the Rocks” της Βάρκιζας. Με την έναρξη του χειμώνα και με ένα πλήθος προσφορών από το εξωτερικό στα πόδια τους, θα επιλέξουν το night club “Adlon” στην Κοπεγχάγη της Δανίας , όπου θα κάνουν και μια συναυλία στο ανοικτό στάδιο της πόλης, συγκεντρώνοντας 15000 θεατές και θα λάβουν ένα πλήθος τιμητικών διακρίσεων είτε από τον Βασιλιά Φρειδερίκο ,ενώπιον του οποίου θα παίξουν πολλές φορές, είτε από τον σύλλογο των Δανών μουσικών, οι οποίοι θα τους απονείμουν το μουσικό λεύκωμα της Κοπεγχάγης, υπογεγραμμένο από όλες τις μουσικές φυσιογνωμίες της εποχής.

Συνεχίζοντας με αυτόν τον απίστευτο ρυθμό και χωρίς καθόλου σταματημό, με την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη θα επιλέξουν να εμφανιστούν πάλι στην Ρόδο, στο κέντρο «Ροδίνι»  ενώ θα κάνουν και ένα πέρασμα από το Arigato club στην Θεσσαλονίκη. Ο χειμώνας θα τους βρεί στο κέντρο “Babalu” στο Μόναχο της Γερμανίας όπου με το ταλέντο τους θα καταφέρουν να ανανεώσουν την σύμβασή τους για άλλους 3 μήνες και εν συνεχεία θα εμφανιστούν για το υπόλοιπο της σεζόν στο κέντρο Blue Note στην Δανία ,για την σεζόν χειμώνας 1965-1966 όπου και θα ανοίξουν τους Rolling Stones σε συναυλία και η RCA της Δανίας θα τους κάνει την πρόταση να ηχογραφήσουν ένα single με τα τραγούδια “The house of the rising sun/ Nights of Moscow”, τα οποία θα κοπούν εδώ στην Ελλάδα και θα γίνουν η πρώτη τους δισκογραφική κατάθεση. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα πιάσουν αμέσως δουλειά στο Park Hotel της Ρόδου ενώ ο Σεπτέμβρης θα τους βρει πάλι στην συμπρωτεύουσα, στο Macedonia Pallas. Ο μάνατζέρ τους θα τους κλείσει για την χειμερινή περίοδο σε μια περιοδεία που περιλάμβανε την Σουηδία, Ελβετία και Γερμανία με την προσθήκη του Φίλιππου Τσεμπερούλη στα πνευστά  και με την λήξη της θα επιστρέψουν στο κέντρο ‘Ρόδος By Night” και τον Σεπτέμβρη θα βρεθούν στα γνώριμα μέρη του “On the Rocks”, έχοντας  τον Γιώργο Μανίκα  στο σαξόφωνο και τον Άγγελο Ζηκόπουλο στα ντραμς.

Η φήμη τους πλέον έχει εδραιωθεί εντός και εκτός συνόρων οπότε εκεί θα τους γίνει πρόταση από έναν καλλιτεχνικό μάνατζερ του Λιβάνου με ένα δυσθεώρητο για την εποχή συμβόλαιο 6 μηνών , για εμφανίσεις στο κοσμοπολίτικο night club “La Reverbere” όπου θα ξεσηκώσουν τα πλήθη της νεολαίας του Λιβάνου με αποτέλεσμα οι εμφανίσεις τους να προσελκύσουν μια ομάδα σείχηδων από τη Σαουδική Αραβία, οι οποίοι θα έρθουν επί τούτου για να τους ακούσουν. Μέσα σε μια εκρηκτική βραδιά όπου οι Στυλίστες άγγιξαν την μουσική τους τελειότητα, ανάγκασαν τους Άραβες να υποκλιθούν στο ταλέντο τους και να τους κάνουν πρόταση για την μετάβασή τους στην Σαουδική Αραβία για εμφανίσεις, απαγάγοντάς τους από το κέντρο του Λιβάνου. Κατόπιν συνεννόησης  με το κέντρο επιτυγχάνεται η αποδέσμευσή τους και έτσι, πετώντας με τα ιδιωτικά αεροπλάνα των σείχηδων, θα γίνουν η πρώτη ελληνική μπάντα που θα εμφανιστεί στην Σαουδική Αραβία, αποσπώντας όχι μόνο τον θαυμασμό τους αλλά και τα πλουσιοπάροχα δώρα τους.

                Μετά από αυτήν την εξωπραγματική για τα ελληνικά δεδομένα εμπειρία, θα εργαστούν πάλι στο On the Rocks , όπου θα παρευρεθεί σύσσωμη η βασιλική οικογένεια  με τον διάδοχο και την Άννα-Μαρία να απολαμβάνουν το ομώνυμο τραγούδι προς τιμήν της και το ελληνικό τμήμα της RCA τους κάνει πρόταση να ηχογραφήσουν άλλα 10 τραγούδια τα οποία εκδόθηκαν σε 5 singles μέσα στα επόμενα 2 χρόνια. Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο της Columbia με ηχολήπτη τον Γιάννη Σμυρναίο και από αυτά εκδόθηκαν μέσα στο 1966 σε δίσκο 45’’ τα “Please come back/Don’t ever love”, “Vita mia/Yesterday man” και την αμέσως επόμενη χρονιά τα “ Football Beat/Just a few days”, “Θυμάμαι/ Περιμένω” και “Γιατί να φύγεις/ Όταν περνούν τα πουλιά” . Από αυτά το Vita Mia αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο από την ελληνική νεολαία, φτάνοντας σε πωλήσεις ακόμα και το πρωτότυπο ενώ το «Όταν περνούν τα πουλιά» ήταν σύνθεση του Τίνο Ανδροκλή, αδελφού του ντράμερ Σπύρου Κασφίκη.

Ακολούθησε άλλη μια μετάβαση στο εξωτερικό , αυτήν την φορά στο κέντρο “Ambassader” στην Κοπεγχάγη της Δανίας και πλέον γίνονται η αγαπημένη μπάντα του βασιλιά της Δανίας Christensen, ο οποίος τους καλεί κάθε Σαββάτο στο παλάτι ώστε να αναλάβουν την ψυχαγωγία των προσκεκλημένων του αλλά και του ίδιου ενώ η RCA Δανίας τους ξαναβάζει στο στούντιο, ώστε να ηχογραφήσουν άλλα 2 τραγούδια που θα εκδίδονταν άμεσα. Ηχογραφήθηκαν τα “La poupee qui fait non” του Michel Polnaref και το «Ξαναγύρισε κοντά μου», σε ρυθμούς slow rock αλλά αποφασίστηκε η έκδοσή του από την  ελληνική RCA και δυστυχώς οι πομπίνες με τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις, χάθηκαν στην πορεία. Κατόπιν επί ελληνικού εδάφους συνοδεύουν τον Φίλιππο Νικολάου , ο οποίος μόλις είχε φύγει από τους Playboys και χρειαζόταν μια καλή ορχήστρα που να αποδίδει το soul/ pop ρεπερτόριό του και μέχρι το 1971 θα συνεχίσουν με αμείωτη ένταση τις εμφανίσεις τους ενώ την επόμενη χρονιά ο σπουδαίος Θεσσαλονικιός κιθαρίστας Μπάμπης Λασκαράκης ( προερχόμενος από τους Ronnie & Those ) θα αντικαταστήσει τον Στέλιο Λαζάρου , ο οποίος είχε προχωρήσει τις μουσικές του σπουδές για μαέστρος.

Το 1973 θα είναι και η χρονιά που θα σημάνει το τέλος για αυτό το συγκρότημα – πρεσβευτή της ελληνικής μουσικής. Μέσα σε φιλικό κλίμα αποφασίζεται ομόφωνα η διάλυση του σχήματος και ο καθένας από αυτούς τους κορυφαίους μουσικούς θα τραβήξει τον δρόμο του, με τον Σπύρο Κασφίκη να πηγαίνει στην κρατική ορχήστρα της ΕΡΤ, τον Γιάννη Ιμβριώτη να μετακομίζει στην συμπρωτεύουσα και να ασχολείται με το έντεχνο και λαικό τραγούδι, τον Στέλιο Λαζάρου να διαμορφώνεται σε έναν από τους καλύτερους μαέστρους, βρίσκοντας δουλειά δίπλα σε μεγάλα ονόματα της νυχτερινής ζωής ( Λευτέρη Πανταζή κ.α.) , τον Γιώργο Μηλιαρά να συνεχίζει να παίζει πιάνο σε μεγάλα ξενοδοχεία ενώ τέλος ο Γιώργος Γεωργιάδης ασχολήθηκε προσωρινά ως μπασίστας σε λαικές ορχήστρες αλλά  στην πορεία τον απορρόφησε ολοκληρωτικά η τέχνη της ζωγραφικής, ετοιμάζοντας πλέον μια συνολική αναδρομική έκθεση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Αυτή ήταν και η μοναδική πορεία ενός συγκροτήματος το οποίο με την εργατικότητά του και το ταλέντο του, αποτελεί μέχρι και σήμερα, σημείο αναφοράς για την τεράστια αναγνώριση που κέρδισε με το σπαθί του από τα δύσκολα ακροατήρια του εξωτερικού, δίνοντας στην ελληνική ρυθμική μουσική ορίζοντες που δεν υπήρχαν πριν.

Δημήτρης Βασιλειάδης