Μιλήσαμε με τον Γιάννη Καμπουρόπουλο των KAMP για να μάθουμε λίγα περισσότερα πράγματα για αυτούς και την δουλειά τους. Ας δούμε τι μας είπε.
– Γιάννη ποια ήταν τα πρώτα σου ακούσματα;
ΓΚ: Ω, πάνε πολλά πολλά χρόνια… Σαν μέσα σε θολούρα θυμάμαι τα βινύλια κλασσικής μουσικής που άκουγαν οι γονείς μου (ο πατέρας μου υπήρξε μπάσος στη Λυρική Σκηνή τη δεκαετία του ’60 και η μητέρα μου σολίστ υψίφωνος στην ΕΡΤ), μετά άκουγα Σαββόπουλο που ήταν τότε μεγάλο hype (και δικαίως) και κάθε σπιτικό που σεβόταν τον εαυτό του, είχε τουλάχιστον το “Περιβόλι του Τρελού”, τον “Μπάλλο” και το “Φορτηγό”. Αλλά τα δικά μου ακούσματα ήταν το “πράσινο μήλο” των Beatles, σε κασέτα, δώρο του πατέρα μου, που τελικά παρέδωσε μαγνητικό πνεύμα από τις συνεχείς ακροάσεις. Και φυσικά, ό,τι κυκλοφορούσε εκεί στα early 80’s – κλασικά πράγματα, από Smiths και Pistols μέχρι… Madonna, Spandau Balllet και τέτοια επαναστατικά. Μετά, ανακάλυψα τα 60’s και τα 70’s. Φόρεσα και αυθεντική “καμπάνα” στην εφηβεία. Και μετά, το alternative rock.
– Στο μουσικό σου ταξίδι μέχρι σήμερα, διακρίνουμε την επιτυχημένη πορεία σου με το συγκρότημα των Closer και την μετέπειτα, επίσης, εξαιρετική μετάβαση σου, πως ήταν όλο αυτό το ταξίδι;
ΓΚ: Ήταν πραγματικά ένα ταξίδι με κομήτη. Ξέρετε, πώς είναι αυτά τα 3D documentaries σχετικά με τα φαινόμενα του διαστήματος; Κάτι ανάλογο. Βέβαια, όπως κάθε διαδρομή, έτσι κι αυτό, είχε δυσκολίες, αναζητήσεις κάποιες φορές αδιέξοδες, προστριβές. Αλλά η μουσική εμπειρία, η ωρίμανση και η συνείδηση του τί πραγματικά θέλω και ποιός είμαι μουσικά, άξιζαν την περιπέτεια. Το κυριότερο, πέρα από όλα αυτά, είναι οι εξαιρετικές συνεργασίες, η τριβή με ταλαντούχους μουσικούς, η διαδραστικότητα και τα απίστευτα οφέλη που αποκομίζει κανείς μέσα από όλα αυτά. Και το πιο ευχάριστο είναι ότι σε αυτό που κάνει ένας μουσικός, αυτή η κατάσταση δε σταματά ποτέ – ευτυχώς.
– Πώς είναι να συνυπάρχεις μαζί με άλλους μουσικούς σε μια μπάντα;
ΓΚ: Είναι μια σχέση – απλώς αντί να εμπεριέχει σεξ, εμπεριέχει μουσική συνεύρεση. Και επίσης υπερέχει σε αριθμό! (γέλιο). Είναι εξαιρετικά δημιουργικό, εξαιρετικά αναζωογονητικό, αλλά σε στιγμές, επειδή υπάρχει ο ανθρώπινος παράγοντας, μπορεί να είναι και δύσκολο. Ωστόσο, αυτό το στοιχείο δίνει την ώθηση στη μουσική, ζυμώνει το τελικό αποτέλεσμα. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το τί έχει να απολάβει κανείς, παίζοντας μαζί με άλλους μουσικούς, έστω κι αν είναι ένα απλό jam, μια συνάντηση “για μπύρα και λίγη μουσικούλα κι έτσι, φάση…” ή “για να θυμηθούμε τα παλιά”. Πόσο μάλλον, όταν δημιουργείς δικό σου υλικό. Κι εγώ νιώθω περήφανος που το έχω κάνει, από 15 χρονών παιδί – και δεν το χορταίνω!
– Από που αντλείς συνήθως, τις μουσικές σου εμπνεύσεις όταν γράφεις μουσική;
ΓΚ: Οι μουσικές εμπνεύσεις έρχονται από τα ακούσματα που έχω -ένα ευρύ φάσμα, με ενδιαφέρον κυρίως στο ευρύτερο rock- και φυσικά από το ένστικτο του δημιουργού. Αυτό είναι συνήθως μια ανάγκη, βγαίνει μόνο του. Μπορεί να είναι η χαρά, η λύπη, η ανάγκη για ξέσπασμα, η ανάγκη για εξιλέωση ή ακόμη κι η ανάγκη για χαβαλέ. Έχει τύχει να γράψω κομμάτι (ανήκει στο προηγούμενο LP “KAMP:REAPPEAR”) το οποίο το ξεκίνησα κυριολεκτικά γελώντας. Τώρα δε γελώ καθόλου όταν το συμπεριλαμβάνω στο σετ, γιατί είναι κομμάτι που καθηλώνει. Τέλος, σίγουρα παίζουν ρόλο και οι στίχοι, η θεματολογία των οποίων κινείται κυρίως γύρω από μια ενδοσκόπηση, ένα υποκειμενικό βλέμμα απέναντι στη δράση (στο σινεμά το λένε “POV”), αλλά και επικριτική ματιά, πολλές φορές. Αυτά, σε συνδυασμό με τη μουσική, πραγματώνουν την έμπνευση. Νομίζω. (γέλιο)
– Πες μας για την ολοκλήρωση του Album “Clairvoyance”;
ΓΚ: Το CLAIRVOYANCE LP ήταν ένα πολυσχιδές υλικό, ένα απαιτητικό project -καμία σχέση με τον προκάτοχό του, REAPPEAR LP- ένα concept που ετοιμάστηκε ταχύτατα και περιεκτικότατα και δοκιμάστηκε πολύ καλά on stage πριν καν αποτυπωθεί. Μπήκαμε στο στούντιο Φεβρουάριο και βγήκαμε Ιούνιο. Δουλέψαμε πολύ συγκεντρωμένα – κι αυτό χάρις στη σιγουριά και την ετοιμότητα των ανθρώπων που πλαισιώνουν και ενισχύουν το project. Ο ηχολήπτης και συμπαραγωγός μου, Γιώτης Παρασκευαΐδης (σε ένα κομμάτι, το Faith), έδωσε “ψυχή”. Όλα είχαν ταιριάξει, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Το αποτέλεσμα με κάνει περήφανο, τόσο για την επιβράβευση της δουλειάς, όσο και για το ευρύτερο ποιόν των ανθρώπων που πλαισιώνουν τους KAMP.
– Πόσα τραγούδια περιέχει και τι θα ακούσουμε; Και λίγα λόγια για την παρουσίαση του Album…
ΓΚ: Είναι λίγο “Ben Hur” (γέλιο). Περιέχει 14 κομμάτια (13 πλήρη και μια guitar-and-voice ballad). Μέσα σε 65 λεπτά παρελαύνουν συνθέσεις που κινούνται σε διάφορα, περι το rock, styles και genres. Έχουμε λ.χ. ένα κομμάτι, το Million Times, που είναι βυζαντινοπρεπές industrial rock, με φωνητικό ανατολίτικο ταξίμι στην εισαγωγή. Έχουμε το Show Reason, ένα… καλοκαιρινό κομμάτι, funko-fusion σε στυλ 70’s (tribute σε παλιότερα ακούσματα), που μετατρέπεται σε ατμοσφαιρικό trip στους ενδιάμεσους χρόνους, για να επιστρέψει σε funk κλίμα. Έχουμε μια μπαλάντα κιθάρα-φωνή. Μια 12άρα μπαλάντα 70’s, μια 90’s, ένα κομμάτι trip hop με αναλογικά μέσα και παίξιμο, ένα ατμοσφαιρικό semi-psychedelic με clinic στοιχεία, ένα alternative rock, ένα πιο εμπορικό hard rock… Γενικά δε βαριέσαι εύκολα. Κι αυτό, γιατί και εγώ ο ίδιος βαριέμαι να γράφω την ίδια μουσική σε ένα άλμπουμ, αλλά και τα παιδιά (ο Νίκος, ο Αντώνης κι ο Μιχάλης) βρίσκουν ενδιαφέρον στη διαφορετικότητα. Αυτή φιλτράρεται μέσα από εμάς, για να υπάρχει η απαιτούμενη ομοιογένεια.
Στην παρουσίαση, την οποία κάνουμε στο TIKI bar ATHENS στις 9/10/2016, θα παίξουμε ζωντανά τα περισσότερα κομμάτια του LP, συν ένα εντελώς νέο κομμάτι, συν μια έκπληξη. Θα υπάρχουν και τα cd μας, για όσους θέλουν να μας έχουν στη δισκοθήκη τους. Θα περάσουμε όμορφα, θα δείτε!
– Όσον αφορά στις συνεργασίες που είχες μέχρι σήμερα, ποιούς θα ξεχώριζες; Ποιοί καλλιτέχνες θεωρείς ότι δώσανε, κάτι παραπάνω, στη σημερινή μουσική σου ωριμότητα;
ΓΚ: Δύσκολη ερώτηση… Δύσκολη, γιατί ο κάθε ένας άνθρωπος, ο κάθε συνεργάτης που είχα την τιμή και την ευκαιρία να δουλέψω μαζί του, είχε κι από κάτι να προσφέρει, κι από κάτι να πάρει. Εκτιμώ ακόμη κι εκείνους με τους οποίους δεν τελεσφόρησε δημιουργικά κάτι. Κάτι αποκόμισα κι από εκείνους. Είναι κομμάτι της ζωής μου, δεν κάνω διακρίσεις. Αγαπώ τους ανθρώπους αυτούς, για αυτό που είναι, για αυτό που μοιραζόμαστε. Δεν υπάρχουν διακρίσεις, μονάχα όμορφα συναισθήματα. Κι αν μιλάμε για καλλιτέχνες που δώσανε κάτι παραπάνω στην μουσική μου ωριμότητα, αυτοί είναι όλοι οι παραπάνω, συν τις επιρροές μου, που ακούγοντας ξανά και ξανά, παλιά και νέα πράγματα, μεγαλώνοντας, έμαθα να “ακούω” και να προσέχω καλύτερα. Και να νιώθω, περισσότερο. Α, και φυσικά, μην ξεχνάμε και τον Γιάννη Καμπουρόπουλο. Του αξίζει κι αυτού μια αναφορά… (γέλιο).
– Υπάρχουν θεωρείς περιθώρια και δυνατότητες βελτίωσης της σημερινής ελληνικής μουσικής αγοράς;
ΓΚ: Εξαρτάται από πολλά. Η ελληνική μουσική αγορά είναι τμήμα της παγκόσμιας μουσικής αγοράς. Ό,τι γίνεται στον κόσμο, επηρεάζει και τα μέρη του. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, αδρανής σχετικά σε θέματα πολιτισμού – με την ουσιαστική έννοια. Οι συνθήκες δύσκολες. Ανέκαθεν δεν υπήρξε ουσιαστική υποδομή, ακόμη και στον δημοφιλέστερο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Δεν υπάρχει “βιομηχανία”, να το πω έτσι, παρά μονάχα σποραδικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Και πλέον, ενώ σε χώρες με καλλιτεχνική βιομηχανία, ναι μεν η “κρίση” της δισκογραφίας έπληξε σοβαρά τους μουσικούς, στην Ελλάδα απλώς ισοπέδωσε τα πάντα. Αναλογικά πάει. Κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι η “δισκογραφία”, με την ευρύτερη έννοια, πάντα ήταν μια συμφεροντολογική συμφωνία μεταξύ έχοντος και αιτούντος – αλλά με ορατά κέρδη και για τους δύο, τώρα όλοι αναπροσαρμόστηκαν. Όλοι έχασαν κι από κάτι. Αλλά οι μουσικοί βγήκαν λίγο “από κάτω”. Υπάρχει το internet, η φυσική συνέχεια των πραγμάτων. Η άποψή μου εδώ, είναι ότι ναι μεν το δίκτυο είναι ένα τεράστιο εργαλείο, αλλά ένα από τα βασικά του μειονεκτήματα σε σχέση με την παλιά καθεστηκυία τάξη, του cd που αγοράζαμε, του βινύλιου και λοιπά, είναι ότι όλα έρχονται σε ποσότητες τεράστιες, πολλές φορές καταλήγουν “αχώνευτα” στο υποσυνείδητο. Αυτό απο την άλλη, βοηθά τους μουσικούς σαν εξέλιξη -κι έχω εντυπωσιαστεί με το πόσα νέα παιδιά παίζουν ωραία μουσική, καμία σχέση με τις εποχές των δικών μου πρώτων βημάτων. Για να μη μακρηγορώ: υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, κυρίως στον τομέα των ζωντανών εμφανίσεων. Για τη δισκογραφία, όπως την ξέραμε, η εποχή άλλαξε. Πληροφορία, είναι το μότο πλέον.
– Ο κόσμος σήμερα με δυσκολία θα αγοράσει ένα νέο cd ενώ πιο εύκολα θα το αναζητήσει στο διαδίκτυο, μέσα από τα μουσικά κανάλια και τα κοινωνικά δίκτυα. Πόσο εξοικειωμένος είσαι με αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας και με τα social media;
ΓΚ: Γηράσκω αεί διδασκόμενος. (γέλιο) Το δίκτυο είναι αχανές, είναι σαν το διάστημα. Σε σχέση με τα προαναφερθέντα, υπάρχει το μεγάλο προτέρημα ότι πλέον το παραμικρό γίνεται γνωστό παντού στον κόσμο. Αυτό βοηθάει, όπως βοηθάει και το promotion. Αλλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, είναι ότι η μηχανολογία των social media, με βάση έρευνες που έχουν γίνει και έχουν δημοσιοποιηθεί, στηρίζεται σε έναν ανησυχητικό βαθμό και στην “πολιτική επιλογή”, την επιλογή του “πολιτικώς ορθού”, ή του “καθωσπρέπει like-ισμού” (sic). Εκατοντάδες, χιλιάδες likes δε σημαίνουν αυτόματα χιλιάδες άτομα στα live – και το ανάποδο. Πάντα υπάρχει το υποκειμενικό κριτήριο. Αλλά είναι ένα δυνατό εργαλείο, αναμφίβολα.
Official links
https://www.youtube.com/channe
https://www.facebook.com/kampt
https://www.reverbnation.com/k
https://kamptheband.bandcamp.c