Fadeout – Το “trip-pop” στην Ελλάδα

 

Πόσες κουβέντες μπορούν να κρατήσουν πέντε καρέκλες, λίγες μπύρες, μία καφετέρια κι ένας πεζόδρομος; Τόσες όσες χρειάστηκαν για να γνωρίσουμε τους fadeout, να τους αποσπάσουμε μυστικά, να απειλήσουμε τον drummer τους Βαγγέλη Ασλανίδη, τον λιγότερο ομιλητικό της παρέας, ώστε να του πάρουμε δυο λόγια και τελικά, να σας παρουσιάσουμε το παρακάτω υλικό.
Οι fadeout ξεκινούν στην Αθήνα στα τέλη του 2003, όπου αποτελούν πια μία ολοκληρωμένη μπάντα. Οι Βαγγέλης Ασλανίδης (drums, percussion, programming), Νικόλας Αργυρόπουλος (electric bass), Μαρία Καμπουράκη (vocals), Αλέξης Δαρμής (keyboards, nord lead synthesizers, samplers) και Γιάννης Γιώτης (guitars) μπήκαν στη φιλοσοφία του ροκ-ποπ-trip hop και της electronica μ’ ένα αποτέλεσμα που έφτασε στα αφτιά μας και δεν είναι άλλο από την κυκλοφορία του πρώτου ολοκληρωμένου ομώνυμου δίσκου τους.

Ξεκινώντας από το όνομα, έρχονται πολύ έντονα στο μυαλό οι Radiohead και σε μεγαλύτερη κλίμακα η σκηνή της Αγγλίας, από την οποία έχουν ξεπηδήσει πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Αν θα σας κατέτασσα σε κάποια παγκόσμια σκηνή θα ήταν αυτή της Αγγλίας. Τί είναι αυτό που σας έχει δέσει έτσι και δημιουργείτε αυτό το «ανεξάρτητο» όπως λέτε «tripping-pop»;

Γιάννης: Το όνομα ήταν λίγο συγκυριακό. Έμεινε γιατί δεν βρέθηκε ποτέ κάποιος λόγος να αλλάξει. Γιατί να άλλαζε; Η αφορμή όμως ναι ήταν αυτό το κομμάτι και η ιστορία. Ήταν το ότι οι Radiohead είχαν ονοματιστεί από ένα κομμάτι των Talking Heads, που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι τους σημάδεψε και επειδή ήταν μία περίοδος που εγώ τουλάχιστον είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά και στο “amnesiac” και επειδή θα ήταν κάπως δύσκολο να ονομαστούμε “packt like sardines in a crushd tin box”, ή “paranoid android”, μας ήρθε το “street spirit”. Είχαμε σκεφτεί και ότι έχει και δεύτερο τίτλο (fadeout), τον οποίο δεν τον ξέρει πολύς κόσμος, οπότε κάναμε τον συνειρμό κι έτσι έμεινε.

Αλέξης: Για το ύφος πάντως που λες, σίγουρα ακούγαμε αρκετά άσχετα πράγματα, ειδικά στην αρχή. Και αυτό μας βγήκε σε καλό. Δηλαδή όταν συζητούσαμε για μουσική και αναρωτιόμασταν τί να κάνουμε, στην πράξη τελικά βγήκε όμορφα.

Γιάννης: Βασικά μας άφησε να παίξουμε διαφορετικά πράγματα που δεν τα φανταζόμασταν ποτέ. Εγώ θυμάμαι εκείνη την πρώτη περίοδο που ήμασταν και οι 5 πια στο γκρουπ, περνούσαμε ένα τρίμηνο που παίζαμε ένα πράγμα, ένα στυλ, μετά μας περνούσε κάπως, το γυρνούσαμε σε λίγο διαφορετικό, μετά ξαναγυρνούσαμε στο προηγούμενο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι κάποια εποχή κάναμε τα κομμάτια όσο πιο μεγάλα γινόταν και καμιά διετία μετά τα κάναμε όσο πιο μικρά γινόταν. Οπότε σε κάποια σημεία αυτό βγάζει και καλά πράγματα από μόνο του, μπλέκει το σκηνικό, οπότε φτάνει σε μία φάση που η δημιουργία είναι πολύ καλή, ειδικά όταν  παίζεις για να γουστάρεις, να περάσεις καλά. Όποτε μπλέκονται τα είδη, μπλέκονται οι ιδέες.

Αλέξης: Ουσιαστικά το ύφος δεν το συζητήσαμε, ήρθε!

Γιάννης: Το “trip-pop” το έγραψε ο Αμερικάνος στο Independent Clauses. Αυτός έγραψε στο τέλος «και πώς να το πούμε όλο αυτό το πράγμα, tripping-pop». Από αυτόν το πήραμε κι εμείς, αυτός είχε αυτήν την έμπνευση. Γενικά εγώ θεωρώ ότι δεν υπάρχει μία κατηγορία, τουλάχιστον στον ευρύτερο χώρο που παίζουμε κι εμείς και άλλα γκρουπς αντίστοιχα κι εδώ και έξω. Πλέον τα μουσικά είδη μπλέκονται πανεύκολα. Πάρε για παράδειγμα τους UNKLE, με τον τέρμα ηλεκτρονικό ήχο του eject. Παρ’ όλα αυτά ήταν οι ίδιοι UNKLE, δηλαδή τα ίδια κομμάτια παίζανε στην πραγματικότητα. Οι ήχοι μπλέκονται. Αν δεν μπλεχτούν οι ήχοι κάποια στιγμή θα τελματώσει το όλο πράγμα. Δηλαδή ή πρέπει να ανακαλύψουμε κάποιο καινούργιο όργανο, ή πρέπει να βρούμε το 13ο ημιτόνιο, ή θα μπλέκουμε τους ήχους αιωνίως.

Λέτε στις επιρροές σας ότι μπορεί να σας επηρεάσει το οτιδήποτε, αυτά που ακούτε, αυτά που βλέπετε, αυτά που ζείτε. Παρακολουθείτε την επικαιρότητα  ή προσπαθείτε να αντιλαμβάνεστε τον κόσμο μέσω βιβλίων ή περισσότερης μουσικής;

Αλέξης: Η καθημερινότητα έτσι κι αλλιώς σε επηρεάζει.

Γιάννης: Όχι με την λογική ότι αν αύριο συμβεί κάτι συγκλονιστικό και το μάθουμε θα το κάνουμε τραγούδι, ούτε με την λογική ότι δεν αφήνουμε την καθημερινότητα να μας επηρεάσει όντας κλεισμένοι στο καλλιτεχνικό κέλυφος. Αμφίδρομο είναι αυτό.

Νικόλας: Θα σου πω ένα παράδειγμα. Τους στίχους του “Homeless”,κομμάτι που είναι μέσα στο δίσκο, τους έγραψα αφού είδα έναν άστεγο στο δρόμο. ΄Ηταν κάτι το οποίο είδα, με επηρέασε και έγραψα το στίχο και πάνω στο στίχο ήρθε και η μουσική κι έδεσε.

Γιάννης: Αλλά όχι με την λογική ότι θα κάναμε ποτέ ας πούμε τραγούδι για τις πυρκαγιές. Δε θα το κάναμε αυτό ποτέ γιατί η τέχνη δε φτιάχνεται για την τέχνη, αλλά και η στρατευμένη τέχνη και η πολιτικοποιημένη και η κοινωνικού περιεχομένου τέχνη it’s not our thing.

Ουσιαστικά έχετε σχεδόν την παραδοσιακή σύσταση ενός γκρουπ, κιθάρα-μπάσο-τύμπανα, κι όμως έχετε δική σας χροιά, ιδίως με την προσθήκη των ηλεκτρονικών-ηχητικών στοιχείων. Σας έχει οδηγήσει εκεί καθαρά ο πειραματισμός-αυθορμητισμός, οι μουσικές σας γνώσεις ή θέλατε να δημιουργήσετε κάτι που θα εντυπωσιάσει, δεδομένου ότι το βλέπουμε και αυτό κατά καιρούς;

Γιάννης: Όπως το είπες. Κανονικό άθροισμα όλων αυτών. Και αυθόρμητα βγαίνει και από πρόβα βγαίνει και από ψάξιμο. Αυτό το τελευταίο δεν το κάνεις με την λογική του εντυπωσιασμού, το κάνεις με την λογική το κομμάτι να γίνει πιο ενδιαφέρον. Δε γίνεται διαφορετικά, οπότε είναι ένα ολόκληρο άθροισμα όλων αυτών των πραγμάτων.

Αλέξης: Απλά η λέξη εντυπωσιασμός πρεσβεύει και μία επιτήδευση που δεν την έχουμε. Ίσως επειδή η επιτήδευση δείχνει λίγο ότι «τώρα αυτός το κάνει για να το κάνει».

Γιάννης: Η επιτήδευση στην μουσική νοείται ως αρνητική έννοια. Κακώς. Η επιτήδευση εμπίπτει ως έννοια μ’ αυτήν την αρνητική χροιά που έχει για παράδειγμα στην σκηνική παρουσία, αλλά όχι στον ήχο. Μελετάμε τον ήχο και αν κάποια στιγμή αισθανόμαστε ότι μπορούμε να τον κάνουμε λίγο πιο ενδιαφέρον τον κάνουμε.

Το cd ξεκινάει με το τραγούδι “time”. Πώς αντιλαμβάνεστε το χρόνο και τί σημαίνει χρόνος για εσάς;

Αλέξης: Να πω εγώ που έχω ζήσει τον πιο πολύ χρόνο απ’ όλους; (γέλια)

Γιάννης: Είναι διαστροφικό που εμένα μου έρχονται πράγματα στου στυλ 4/4 στο κεφάλι; Μου ήρθε ο χρόνος με την μουσική έννοια. Τα μέτρα δηλαδή. Τώρα κατά τα άλλα ο χρόνος είναι κάπως ενοχλητικός όταν τελειώνει η πρόβα, γιατί να τελειώσει πάλι!

Αλέξης: Αν θα μιλούσα εγώ για την λέξη χρόνος θα το έθετα πιο πολύ σαν ότι όλα έγιναν σε μας την κατάλληλη χρονική στιγμή. Δηλαδή δεν είχαμε τόσο time όσο timing.

Νικόλας: Σαν συγκρότημα μόνο ως πρόοδο. Δηλαδή πώς προοδεύσαμε όλοι μαζί σαν μουσικοί, σαν άνθρωποι, σαν φίλοι.

Έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα το γεγονός ότι η αρχή του album  έχει να κάνει με το χρόνο “time”, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά και το τέλος του με την προστασία του σαν κάτι ιερό, “sanctuary”;

Γιάννης: Εγώ δεν έχω κάνει τέτοιο συνειρμό ποτέ στη ζωή μου! (γέλια)

Βαγγέλης: Οι Radiohead το είχαν κάνει αυτό. Είχαν το “airbag” στην αρχή με τους συνειρμούς και στο τέλος είχαν το “tourist” που έλεγε “slow down”, κλπ.

Νικόλας: Νομίζω στ’αφτιά μας ήταν καλύτερο για αρχή, γι΄αυτό έγινε.

Αλέξης: Το “sanctuary” σίγουρα ήταν καλύτερος τρόπος για να τελειώσει όπως προέκυψε εντέλει. Γιατί ήταν η προσωπική πινελιά του (Γιώργου) Πρινιωτάκη, του παραγωγού μας, που δίνει σίγουρα έναν άλλο τόνο.

Γιάννης: Το κομμάτι δεν ήταν έτσι, ηχογραφήθηκε με τελείως άλλο τρόπο κι έγινε mix με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. ΄Ηταν σίγουρο ότι το “sanctuary” θα έμπαινε στο τέλος.

Αλέξης: Νομίζω ότι ήταν και μία αίσθηση περιπέτειας, γιατί του είπαμε πάρτο και κάντο ό,τι θες. Αλλά τέτοιo συνειρμό δεν κάναμε.

Γιάννης: Ο ακροατής πρέπει να κάνει τους συνειρμούς. Άμα κάναμε εμείς όλους τους συνειρμούς θα ήταν πολύ προκάτ η φάση. Πάντως, ο καθένας άκουσε ό,τι ήθελε από αυτό το album. Ένας μου είχε πει ότι είναι ξεκάθαρες οι επιρροές μας από τους Cure. Ο συνειρμός δεν ανήκει σε μας. Εμείς κάναμε αυτό που μας βγήκε και ο καθένας άκουσε αυτό που ακούγεται αν βάλεις το cd, αλλά άκουσε και λίγο ό,τι ήθελε να ακούσει, ό,τι του άρεσε να ακούσει. Ενίοτε είναι φοβερό αστείο γιατί μπορείς να διαβάσεις και φοβερά πράγματα, ακόμα και από οικείους ανθρώπους. Ας πούμε από τα πιο αστεία ήταν το εξής καταπληκτικό που είχε γίνει στο An. Παίζαμε στο An και παίζαμε το τελευταίο κομμάτι, στο οποίο είχαμε πάρει απόφαση να ταρακουνήσουμε το μαγαζί. Το κομμάτι ήταν για τα δικά μας μέτρα δυνατό, οπότε το παίζουμε αρκετά δυνατά, με ειδικές εντολές στον ηχολήπτη να τσιτώσει, να σκάει το κομμάτι δυνατά. Οπότε τελειώνουμε, κατεβαίνουμε κάτω, κατεβαίνω κι εγώ περήφανος ως κιθαρίστας του γκρουπ και λέω σ’ ένα φίλο, ο οποίος παίζει κιθάρα σε metal μπάντα, με τελείως διαφορετικά ακούσματα, «Βασίλη πώς σου φάνηκε το τελευταίο κομμάτι, τα σπάσαμε ε;» και η απάντηση που πήρα «πότε τα σπάσατε;» (γέλια)

Ακούγοντας τους στίχους, ανακαλύπτω μία έντονη διάθεση για έρωτα, ή καλύτερα μιας νέας αληθινής δόσης έρωτα. Αυτό είναι ουσιαστικά για το οποίο μιλάτε, αυθορμήτως  όπως σας βγαίνει κάθε φορά ή θέλετε να συζητήσετε κάτι άλλο μέσω των στίχων;

Γιάννης: Θα μπορούσε, αν και δεν το πιστεύω αυτό. Ίσως φαίνεται πιο ερωτικός  γιατί μιλάει στο 1ο πρόσωπο ή στο 2ο. Και είμαι ψιλοβέβαιος γι’αυτό γιατί έχω το εξής καταπληκτικό παράδειγμα.  Ακούγοντας το “I don’ t care”, όλοι πιστεύουν ότι μιλάει για γυναίκα, αλλά δε μιλάει για γυναίκα και δε μιλάει για γυναίκα. Δεν έχει αυτό το ερωτικό στοιχείο κι ας φαίνεται έτσι. Ο Νίκος και η Μαρία έχουν γράψει όλους τους στίχους σ’ αυτό το δίσκο, και απλά γράφουν στο 1ο και 2ο πρόσωπο.

Νικόλας: Ο στίχος είναι κάτι το οποίο βγαίνει από μόνο του. Μπορείς να τον καθοδηγήσεις μέχρι ένα σημείο, αλλά κυρίως βγαίνει από μόνο του. Θέλω όταν γράφω τους στίχους να ταξιδέψω τον άλλο μέχρι ένα σημείο και από κει και πέρα να ταξιδέψει μόνος του. Όπως είπαμε για το “I don’t care”, δε γράφτηκε για γυναίκα. Ίσα-ίσα γράφτηκε για εντελώς διαφορετικό λόγο, προσωπικό μου. Από εκεί και πέρα όμως δε θα μπορούσα να εγκλωβίσω κάποιον στο δικό μου συναίσθημα. Το έγραψα έτσι ώστε να μπορέσει να το πάρει ο άλλος και να το δει κι έτσι.

Αλέξης: Ίσως και γι’αυτό δε θα γράφαμε στρατευμένη τέχνη-καταγγελία. Δε μας αφορά.

Γιάννης: Εμένα μου φαίνεται και λίγο περιοριστικό, αν και έχω ακούσει αρκετά punk και hardcore συγκροτήματα με αρκετά πολιτικοποιημένο στίχο και κάποια στιγμή μου φάνηκε κουραστικό. Γιατί ή έπρεπε να είσαι μονίμως στην λογική “γαμώ την κοινωνία μου”, ή δεν υπήρχε λύση.

Σας ενδιαφέρει πιο πολύ να γράψετε μία πολλή καλή μουσική και ο στίχος έρχεται σε 2η μοίρα, το αντίθετο ή και τα δύο βαδίζουν ταυτόχρονα;

Αλέξης: Τώρα για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αυτοί που δε γράφουν τους στίχους δίνουν πιο πολύ βάρος στην μουσική.

Γιάννης: Ο καθένας ασχολείται με κάτι. Ναι μεν το αποτέλεσμα είναι ομαδικό, αλλά όπως σε όλες τις ομάδες ο καθένας κάνει μία συγκεκριμένη δουλειά. Δεν μπορούν όλοι να μπλέκονται με όλα γιατί κάποια στιγμή θα χαθεί ο έλεγχος. Επομένως μια άποψη διατηρούν όλοι για όλα τα πράγματα που σχετίζονται με την μπάντα, αλλά από ‘κει και πέρα υπάρχει μία κατεύθυνση στον καθένα. Οπότε δεν μπορείς να πεις ότι μας ενδιαφέρει το ένα ή το άλλο. Εγώ ας πούμε δεν μπορώ να πω ότι έχω ασχολειθεί πολύ με το στιχουργικό κομμάτι, αλλά όταν ακούμε το κομμάτι δεν είναι ότι ακούω μόνο ό,τι θέλω να ακούσω.

Νικόλας: Η δουλειά της Μαρίας και η δικιά μου όταν ακούσουμε ένα κομμάτι, την μελωδία που έχει είναι ή να γράψουμε στίχους, ή να βρούμε τους κατάλληλους στίχους που έχουμε ήδη γράψει. Από την άλλη σαν συγκρότημα υπάρχουν φορές που έχουμε μεγαλώσει με ένα κουπλέ το κομμάτι για να χωρέσει ο στίχος σωστά ή έχουμε κόψει ένα μέρος από το κουπλέ για να μπορέσει να ταιριάξει με την μελωδία. Το ένα πάει παράλληλα με το άλλο. Λειτουργεί και σε προσωπικό και σε ομαδικό επίπεδο.

Στην συνέντευξη που δώσατε στο giusurum. blogspot.com είπατε ότι η “προσωπική ικανοποίηση (…) για τη δημιουργική -σας- δραστηριότητα” ταυτίζεται με την λέξη ευτυχία σ’αυτόν τον τομέα, παρ’ όλα αυτά όπως απαντήσατε στην ίδια συνέντευξη, σε άλλη ερώτηση, δεν επιδιώκετε να “ντύσετε μουσικά διαφημιστικά spots”, αλλά όπως είπατε “η προβολή και οι οικονομικές απολαβές δεν μπορούν να αφήνουν κανέναν μουσικό αδιάφορο σήμερα”. Δεν νομίζετε ότι είναι αντιφατικές οι δύο απαντήσεις ως προς τον προσδιορισμό της οικονομικής απολαβής και της σημασίας της για σας;

Γιάννης: Δεν τα βρίσκω αντιφατικά. Είναι άλλο τί είχαμε στο μυαλό μας όταν αποφασίσαμε να φτιάξουμε την μπάντα και να παίξουμε μουσική και άλλο πράγμα το τί μπορεί να αποφασίζαμε αν μας δινόταν η ευκαιρία να έχουμε μία υλική απολαβή από αυτό που κάνουμε τελικά. Στην ουσία αυτό που λέγαμε και τότε το λέμε και τώρα. Δε θα γράψουμε ποτέ ένα κομμάτι για να μπει στη διαφήμιση, να το γράψουμε δηλαδή και να τρέξουμε στις διαφημιστικές και να τους πούμε βάλτε το. Αν ερχόταν κάποιος και μας το έλεγε, τουλάχιστον δε θα μέναμε αδιάφοροι.

Αλέξης: Ήταν και το άλλο που θέλαμε να πούμε σ’αυτήν την ερώτηση, ότι δεν το κυνηγάμε, αλλά όπως έχουν τα πράγματα μία μπάντα δεν έχει και πάρα πολλές άλλες επιλογές.

Εξαρτάται και από τον προσανατολισμό που έχει. Δηλαδή μπορείτε να βγάλετε ένα δίσκο που τον γουστάρετε πολύ και να βγάζετε τα έξοδά σας από αυτόν με μία ελάχιστη χρέωση του cd για παράδειγμα. Δηλαδή τελικά ο προσανατολισμός σας είναι πιο οικονομικό-κεντρικός;

Γιάννης: Μα αυτό είπαμε και τότε. Είναι άλλο πράγμα τί ευκαιρίες και τί προτάσεις μπορούν να σου παρουσιαστούν και άλλο πράγμα γιατί μπαίνεις στη διαδικασία να ασχολείσαι εσύ με την μουσική.

Αλέξης: Αλλά είναι κι ένα ζήτημα ότι εντέλει δεν πρόκειται να σου γίνουν κι άλλες προτάσεις.

Γιάννης: Μα κι εμάς δεν μας έχει γίνει ούτε κι αυτή. Υποθετική είναι η απάντηση και στις 2 ερωτήσεις.

Αλέξης: Εντέλει ίσως να είναι κι ένα γαμώτο της υπόθεσης ότι θέλεις δε θέλεις, για να ακουστείς, έτσι όπως έχουν τα πράγματα εδώ, μόνο μέσω μίας διαφήμισης θα φτάσει η μουσική σου να ακουστεί.

Εννοείς διαφήμιση με τη γενικότερη εννοιά της;

Αλέξης: Ναι, ακριβώς.

Γιάννης: Τώρα ποιος θα είναι αυτός ο τρόπος; Αλλά η μουσική έχει commercial πλευρά, δεν μπορείς να την αγνοείς. Τουλάχιστον από τη στιγμή που δεν κλείνεσαι στο προβάδικο για πάρτη σου, αλλά θέλεις να σε ακούσει κόσμος, δε δικαιούσαι να αγνοείς την commercial πλευρά. Προφανώς δε σε αφήνει αδιάφορο, γιατί αλλιώς θα έκανες μόνο πρόβες και θα έπαιζες μόνο σπίτι σου και θα έλεγες “αχ τι ωραία που παίζω”!

Είναι αυτοσκοπός να βγάλετε ένα δίσκο;

Γιάννης: Όχι δεν είναι. Αν ήταν αυτοσκοπός το δίσκο θα τον γράφαμε σε 3 μήνες, όχι σε 1 χρόνο. Μα τελικά αυτοσκοπός είναι μόνο αυτό που λέμε, που εννοούμε τελοσπάντων ως προσωπική ικανοποίηση από τη δημιουργική δραστηριότητα. Αυτό είναι αυτοσκοπός. Τα υπόλοιπα είναι opportunities που παρουσιάζονται στην πορεία του αυτοσκοπού. Δηλαδή λες «εγώ έχω ένα υλικό, μπορώ να το κάνω κάτι; Ας ψάξω τί μπορώ να το κάνω». Ας πούμε το διαφημιστικό spot είναι και αυτό opportunity,  που μπορεί να παρουσιαστεί από μόνο του. Δεν μπορεί να σε αφήνει παγερά αδιάφορο. Πάντως αυτό που ήθελα να σου πω είναι ότι ο δίσκος δεν έγινε γιατί αναζητούσαμε μία εμπορική διέξοδο σ’αυτό που είχαμε κάνει. Άλλο πράγμα αναζητούσαμε, θέλαμε να κυκλοφορήσει αυτό το υλικό και να το ακούσει και κάποιος άλλος.

Νικόλας: Όταν αποφασίζεις να βγεις από το σπίτι σου αναγκαστικά θα πρέπει να κάνεις και κάποια πράγματα, δεν μπορείς να πεις «εγώ το έγραψα, εντάξει τώρα το αφήνω στην μοίρα του».

Είστε ικανοποιημένοι μέχρι στιγμής με το 1ο  album, με τις συναυλίες που έχετε κάνει;

Γιάννης: Ό,τι έχουμε κάνει το έχουμε κάνει όσο καλύτερα μπορούσαμε, αλλά οι συνθήκες δεν επέτρεψαν να γίνουν και κάποια παραπάνω πράγματα που και τα θέλαμε και τα θεωρούσαμε εφικτά. Οπότε απ’ ό,τι έχουμε κάνει είμαστε ευχαριστημένοι, αλλά από ‘κει και πέρα υπήρξαν φάσεις που μας χάλασαν αρκετά.

Έχετε παίξει support τόσο σε Ελληνικά όσο και σε ξένα συγκροτήματα και μάλιστα αρκετά γνωστά όπως π.χ. οι Puressence. Ποια εμπειρία θεωρείται ότι ήταν η πιο δυνατή σας ή  πιο ήταν το πιο δυνατό συναίσθημα παίζοντας δίπλα σε γνωστές μπάντες;

Αλέξης: Προσωπικά για κάποιο περίεργο λόγο ίσως η πιο δυνατή στιγμή ήταν όταν μας είπαν οι Closer να παίξουμε μαζί τους. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα φοβερή τιμή.

Γιάννης: Είναι 2 πράγματα. Το ένα είναι καθαρά συναισθηματικό. Κάποια γκρουπς τα έχεις ακούσει, τα έχεις δει ως ακροατής-θεατής, έχει αναπόφευκτα περάσει από το μυαλό σου «πλάκα θα είχε να ήμουν κι εγώ εκεί πάνω» και τελικά γίνεται αυτό, οπότε είναι ένα συναίσθηματικό ανακάτεμα. Το δεύτερο είναι το πρακτικό, ότι όπως και να ‘χει, όσο περισσότερο βρεθείς δίπλα σε παλιότερους στο χώρο, σε πιο επαγγελματίες, σε πιο γνωστούς κερδίζεις εμπειρία. Ας πούμε με τους Puressence ήταν σημαντικό μόνο και μόνο ότι βρέθηκε τόσος κόσμος εκεί και όταν ανεβήκαμε στην σκηνή όσοι ήταν από κάτω περίμεναν να τους διασκεδάσουμε. Αλλά από ‘κει και πέρα σαφώς το διασκέδασα περισσότερο με τους Closer. Πέρασα καλύτερα σ’ εκείνο το live.

Νικόλας: Για μένα οι Puressence και οι Closer ήταν 2 συγκροτήματα που με επηρέασαν, οπότε ήταν κάτι πολύ δυνατό το να μπορώ να παίξω και με τους δύο.

Βαγγέλης: Με τους Puressence. Όταν στο τέλος ήρθε ο μπασίστας τους και είπε “κοιτούσα όταν παίζατε” και παρατήρησε κάποια πράγματα και μου είπε “σε είδα, έκανες αυτό, καλή φάση”.

Κάτι τελευταίο! Τι μουσική ακούτε αυτήν την περίοδο;

Βαγγέλης: Ακούω διάφορα πράγματα τον τελευταίο καιρό. Ακούω λίγο down-tempo, electronica. Ακούω το τελευταίο των Death Cab For Cutie, έχω κολλήσει. Ακούω διαφορετικά, άσχετα.

Νικόλας: Εγώ τώρα τελευταία αρχίζω και παίρνω σεμινάρια από τον Carlos Dengler, γιατί έχουν κολλήσει οι δίσκοι των Interpol μέσα στο cd-player μου.

Γιάννης: Ακούω System of A Down και όλα τα side-projects που έχουν αυτοί, πολύ Block Party και Interpol. Υπάρχει και μία περίεργη εμμονή τον τελευταίο καιρό και ακούω αυτά τα περίεργα trip-hop που ποτέ δεν ακούστηκαν πάρα πολύ, Leftfield, Funky Porcini, τέτοια πράγματα.

Αλέξης: Βασικά εγώ με το καινούργιο των Portishead έχω κολλήσει πάρα πολύ καιρό, Death Cab For Cutie ακούω κι εγώ αλλά όχι το καινούργιο, το προηγούμενο και το “In Raindows” των Radiohead.